Concept information
Preferred term
Broader concept
Narrower concepts
- αιολικός σταθμός (παραγωγής ενέργειας)
- θερμοηλεκτρικός σταθμός (παραγωγής ενέργειας)
- μικρή μονάδα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας
- μονάδα (εργοστάσιο) που λειτουργεί με (χρησιμοποιεί) αέριο
- μονάδα παραγωγής ενέργειας με καύση άνθρακα
- μονάδα υδροηλεκτρικής ενέργειας
- παλιρροϊκός σταθμός (παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας)
- σταθμός ηλιακής ενέργειας
- σταθμός παραγωγής πυρηνικής ενέργειας
- σταθμός συνδυασμένης παραγωγής ενέργειας
Belongs to group
Belongs to array
In other languages
-
Arabic
-
Armenian
-
Azerbaijani
-
Basque
-
Bulgarian
-
Catalan
-
Chinese (China)
-
Croatian
-
električna centrala
-
Czech
-
Danish
-
Dutch
-
English
-
Estonian
-
Finnish
-
French
-
Georgian
-
German
-
Hungarian
-
Icelandic
-
Irish
-
Italian
-
Latvian
-
Lithuanian
-
Maltese
-
Norwegian
-
Polish
-
Portuguese
-
Romanian
-
Russian
-
Slovak
-
Slovenian
-
Spanish
-
Swedish
-
Turkish
-
Ukrainian