Sidebar listing: list and traverse vocabulary contents by a criterion
- Alphabetical
- Hierarchy
- Groups
List vocabulary concepts alphabetically
List vocabulary concepts hierarchically
List vocabulary concepts and groupings hierarchically
Choose alphabetical listing letter
- aA
- dD
- iI
- mM
- αΑ
- άΆ
- βΒ
- γΓ
- δΔ
- εΕ
- έΈ
- ζΖ
- ηΗ
- ήΉ
- θΘ
- ιΙ
- ίΊ
- κΚ
- λΛ
- μΜ
- νΝ
- ξΞ
- οΟ
- όΌ
- πΠ
- ρΡ
- σΣ
- τΤ
- υΥ
- ύΎ
- φΦ
- χΧ
- ψΨ
- ωΩ
- ώΏ
- !*!*
Listing vocabulary concepts alphabetically
- μ(ε)ίγμα αερίων
- μ(ε)ίξη → μ(ε)ίξη Prefer using ανάμ(ε)ιξηανάμ(ε)ιξη
- μάρμαρο
- μέγεθος επιχείρησης
- μέγιστη επιτρεπόμενη συγκέντρωση
- μέγιστη συγκέντρωση όχλησης
- μέθοδος
- μέθοδος αξιολόγησης
- μέθοδος ελέγχου (δοκιμασίας)
- μέθοδος ερμηνείας
- μέθοδος καλλιέργειας
- μέθοδος μέτρησης
- μέθοδος περιβαλλοντικού αποτυπώματος οργανισμού ή επιχείρησης
- μέθοδος περιβαλλοντικού αποτυπώματος προϊόντος
- μέθοδος προσδιορισμού
- μέθοδος υπολογισμού
- μέλισσες
- μέρισμα (οικονομία) → μέρισμα (οικονομία) Prefer using απόδοσηαπόδοση
- μέσα → μέσα Prefer using πόροιπόροι
- μέσα γεωργικής παραγωγής
- μέσα μαζικής επικοινωνίας
- μέσο (άσκησης) περιβαλλοντικής πολιτικής
- μέσο (άσκησης) πολιτικής
- μέσο διδασκαλίας → μέσο διδασκαλίας Prefer using διδακτικό υλικόδιδακτικό υλικό
- μέσο εμποτισμού
- μέσο μαζικής μεταφοράς (ΜΜΜ)
- μέσο μεταφοράς
- μέσο οικονομικής διαχείρισης
- μέσο συμπλοκοποίησης
- μέσο(α) επικοινωνίας
- μέταλλα
- μέτρηση
- μέτρηση της ρύπανσης
- μέτρηση του ήχου
- μέτρηση του θορύβου
- μέτρηση υδατοπαροχής
- μέτρο → μέτρο Prefer using κανόναςκανόνας
- μέτρο (ενέργεια) για τον μετριασμό
- μέτρο (μέτρηση) ελέγχου (συγκράτησης)
- μέτρο αποκατάστασης
- μέτρο ασφαλείας
- μέτρο για τον έλεγχο της κυκλοφορίας
- μέτρο ελέγχου της ρύπανσης
- μέτρο παροχής βοήθειας σε περιπτωση έκτακτης ανάγκης
- μίανση → μίανση Prefer using μόλυνσημόλυνση
- μίγμα οργανικών καταλοίπων → μίγμα οργανικών καταλοίπων Prefer using κοπρόχωμακοπρόχωμα
- μαγιά
- μαγκρόβια (βλάστηση)
- μαγνητική ταινία
- μαγνητισμός
- μαζική διασκέδαση (αναψυχή)
- μαζούτ → μαζούτ Prefer using πετρέλαιο εξωτερικής καύσηςπετρέλαιο εξωτερικής καύσης
- μαθηματική ανάλυση
- μαθηματική μέθοδος
- μακέτα → μακέτα Prefer using πρότυποπρότυπο
- μακί
- μακροοικονομία
- μακροοικονομικός στόχος
- μακροπρόθεση πρόβλεψη
- μακροπρόθεσμες επιπώτσεις ρύπων
- μακροπρόθεσμη τάσξ
- μακροχρόνια επίπτωση
- μακροχρόνιο πείραμα
- μακρόφυτο
- μαλάκια
- μαλλί
- μανιτάρι (μύκητας)
- μαρίνα
- μαρσιποφόρα
- μαυρόχωμα
- Μαύρη Θάλασσα
- μείζων κίνδυνος
- μείωση (της) εκπομπής
- μείωση (του πληθυσμού) του είδους (των ειδών)
- μείωση (του) κόστους
- μείωση του (των) κινδύνου (κινδύνων)
- μείωση του θορύβου
- μείωση των απαερίων (καυσαερίων)
- μείωση των αποβλήτων
- μείωση των λυμάτων
- μεγάλα ζώα → μεγάλα ζώα Prefer using βοοειδήβοοειδή
- μεγάλα θηράματα
- μεγάλη μονάδα παραγωγής ενέργειας από καύσιμες ύλες
- μεγάλο ατύχημα
- μεθάνιο
- μεθανιοποίηση
- μεθοδολογίες
- μεθόριος → μεθόριος Prefer using ανάχωμαανάχωμα
- μεικτό δάσος
- μειονεκτούν άτομο
- μειονότητα
- μειοψηφία → μειοψηφία Prefer using μειονότηταμειονότητα
- μελάνη
- μελέτες → μελέτες Prefer using παροχή συμβουλώνπαροχή συμβουλών
- μελέτη → μελέτη Prefer using έρευναέρευνα
- μελέτη (της) αγοράς
- μελέτη έντυπου υλικού
- μελέτη ασφαλείας
- μελέτη πεδίου
- μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων
- μελισσοκομία
- μεμβράνη → μεμβράνη Prefer using ταινίαταινία
- μεμβράνη
- μερικώς αλογονωμένος χλωροφθοράνθρακας
- μεσεγγύηση → μεσεγγύηση Prefer using απομόνωσηαπομόνωση
- μεσογειακό δάσος (της Μεσογείου)
- μεσογειακό κλίμα (της Μεσογείου)
- μεσογειακό ξύλο (δάσος) (της Μεσογείου)
- Μεσόγειος Θάλασσα
- μετάβαση σε άγρια κατάσταση
- μετάδοση του ήχου
- μετάκαυση
- μετάλλαξη
- μετάλλευμα → μετάλλευμα Prefer using ορυκτόορυκτό
- μετάλλευμα
- μεταίσθημα → μεταίσθημα Prefer using ανθεκτικότηταανθεκτικότητα
- μεταβίβαση (μετάδοση) πληροφορίας
- μεταβατικά ύδατα
- μεταβατική ρύθμιση
- μεταβλητότητα → μεταβλητότητα Prefer using πτητικότηταπτητικότητα
- μεταβολή της θερμοκρασίας
- μεταβολίτης
- μεταβολισμός
- μεταβολισμός φυτοφαράκων
- μεταγενέστερη εντολή (διαταγή)
- μεταγενέστερη επίδραση
- μετακινούμενη εργασία
- μεταλλάκτης
- μεταλλαγή → μεταλλαγή Prefer using μεταλλάκτηςμεταλλάκτης
- μεταλλαγή → μεταλλαγή Prefer using μετάλλαξημετάλλαξη
- μεταλλακτικότητα
- μεταλλακτός (τύπος) → μεταλλακτός (τύπος) Prefer using αθλοπαιδιάαθλοπαιδιά
- μεταλλαξιογόνο
- μεταλλαξιογόνος δράση → μεταλλαξιογόνος δράση Prefer using μεταλλακτικότηταμεταλλακτικότητα
- μεταλλαξιογόνος ουσία
- μεταλλείο → μεταλλείο Prefer using ορυχείοορυχείο
- μεταλλικά απόβλητα
- μεταλλική επικάλυψη
- μεταλλικό νερό
- μεταλλικό ορυκτό
- μεταλλικό προϊόν
- μεταλλικό φινίρισμα
- μεταλλουργία
- μεταλλουργική βιομηχανία
- μεταμφεταμίνη → μεταμφεταμίνη Prefer using πάγοςπάγος
- μετανάστευση ζώων
- μετανάστευση ρύπων
- μεταναστευτική οδός φυτοφαρμάκων
- μεταναστευτικοί ιχθύες
- μεταπληροφορία
- μεταπληροφόρηση → μεταπληροφόρηση Prefer using μεταπληροφορίαμεταπληροφορία
- μεταποίηση
- μεταποιημένη γεωργική παραγωγή
- μεταποιητική (βιομηχανική) δραστηριότητα
- μεταποιητική βιομηχανία
- μεταποιητικό εμπόριο
- μεταπτωτικά στοιχεία
- μετατροπή σε όζον
- μετατροπή της ενέργειας → μετατροπή της ενέργειας Prefer using ενεργειακή μετατροπήενεργειακή μετατροπή
- μετατροπή του(των) οπλισμού(εξοπλισμών)
- μετατόπιση → μετατόπιση Prefer using ταξίδιταξίδι
- μεταφορά (της) οδηγίας
- μεταφορά (των) αποβλήτων
- μεταφορά [φυσική]
- μεταφορά επιβατών
- μεταφορά επικίνδυνου υλικού (φορτίου)
- μεταφορά ιζημάτων
- μεταφορά με αγωγό
- μεταφορά νερού
- μεταφορά τεχνολογίας
- μεταφορές
- μεταφορές με ιδιωτικά μέσα → μεταφορές με ιδιωτικά μέσα Prefer using ιδιωτικές μεταφορέςιδιωτικές μεταφορές
- μεταφορές μεγάλων αποστάσεων
- μεταφορικές εταιρείες → μεταφορικές εταιρείες Prefer using επιχειρήσεις (κλάδος) μεταφορώνεπιχειρήσεις (κλάδος) μεταφορών
- μεταφορικό μέσο
- μεταχειρισμένο αγαθό (εμπόρευμα, είδος)
- μετεωρολογία
- μετεωρολογικά φαινόμενα
- μετεωρολογική έρευνα
- μετεωρολογική καταστροφή
- μετεωρολογική παράμετρος
- μετεωρολογική πρόβλεψη
- μετρητής → μετρητής Prefer using συσκευή (όργανο) μέτρησηςσυσκευή (όργανο) μέτρησης
- μετρολογία
- μετφορά τροφίμων
- μη ανανεώσιμοι ενεργειακοί πόροι
- μη ανανεώσιμοι πόροι
- μη αναστρεψιμότητα του φαινομένου
- μη βιοαποδομήσιμος ρύπος → μη βιοαποδομήσιμος ρύπος Prefer using μη βιοδιασπώμενος ρύποςμη βιοδιασπώμενος ρύπος
- μη βιοδιασπώμενος ρύπος
- μη δομημένη (αδόμητη) περιοχή
- μη επεξεργασμένα ύδατα
- μη επιστρεφόμενη συσκευασία
- μη εποπτευόμενη ταξινόμηση εικόνων
- μη ιον(τ)ίζουσα ακτινοβολία
- μη κυβερνητική οργάνωση (ΜΚΟ)
- μη μέταλλα
- μη μεταλλικό ορυκτό
- μη προνομοιούχα στρώματα
- μη πτητική ουσία
- μη ρυπαίνον καύσιμο
- μη ρυπαίνουσα (καθαρή) πηγή ενέργειας
- μη σιδηρούχο μέταλλο
- μη στοχευόμενος οργανισμός
- μη συμβατική ενέργεια
- μη χωρικά ύδατα
- μητρικό γάλα
- μητρόπολη
- μητρώο ακινήτων → μητρώο ακινήτων Prefer using κτηματολόγιοκτηματολόγιο
- μητρώο εκπομπών
- μηχάνημα καθαρισμού αέρα με ψεκασμό νερού
- μηχανή
- μηχανή κοκκοποίησης → μηχανή κοκκοποίησης Prefer using τεμαχιστήςτεμαχιστής
- μηχανήματα
- μηχανήματα εργοταξίου → μηχανήματα εργοταξίου Prefer using κατασκευαστικός εξοπλισμόςκατασκευαστικός εξοπλισμός
- μηχανιαμός τεμαχισμού απορριμμάτων
- μηχανική
- μηχανική ακριβείας
- μηχανική δόνηση
- μηχανική περιβάλλοντος
- μηχανική ρευστών
- μηχανική των πετρωμάτων
- μηχανικός κραδασμός → μηχανικός κραδασμός Prefer using μηχανική δόνησημηχανική δόνηση
- μηχανισμός → μηχανισμός Prefer using μηχανήματαμηχανήματα
- μηχανολογία → μηχανολογία Prefer using μηχανικήμηχανική
- μηχανολογία
- μηχανολογικός εξοπλισμός → μηχανολογικός εξοπλισμός Prefer using μηχανήματαμηχανήματα
- μηχανολογικός εξοπλισμός
- μηχανοστάσιο ύδρευσης → μηχανοστάσιο ύδρευσης Prefer using υδρονομική εγκατάστασηυδρονομική εγκατάσταση
- μηχανουργείο
- Μικρά Νησιά (πολιτική γεωγραφία)
- μικρή μονάδα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας
- μικροβιολογία
- μικροβιολογική ανάλυση
- μικροβιολογική εξέταση → μικροβιολογική εξέταση Prefer using μικροβιολογική ανάλυσημικροβιολογική ανάλυση
- μικροβιολογικοί πόροι
- μικροδιήθηση
- μικροηλεκτρονική
- μικροκλιματικό φαινόενο
- μικροκλιματολογία
- μικρομεσαίοι κλάδοι της οικονομίας [Σουηδία]
- μικροοικοσύστημα
- μικροοργανισμός
- μικρορύπος
- μικροσκοπία
- μικροϋπολογιστής
- μικρόβιο → μικρόβιο Prefer using σπέρμασπέρμα
- μικρόκλιμα
- μικρόκυμα
- μικτά λύματα
Vocabulary information
Label
GEMET - Concepts, version 4.1.0, 2018-07-12T14:49:05.824817+00:00
Description
GEMET, the GEneral Multilingual Environmental Thesaurus, has been developed as an indexing, retrieval and control tool for the European Topic Centre on Catalogue of Data Sources (ETC/CDS) and the European Environment Agency (EEA), Copenhagen. (https://www.eionet.europa.eu/gemet/). It is provided under CC-BY 2.5 distribution license. This is a modified version that contains skos:broadMatch links from GEMET concepts to BackBoneThesaurus (BBT) concepts.
URI
http://www.eionet.europa.eu/gemet/gemetThesaurus
Resource counts by type
Type | Count |
---|
Term counts by language
Language | Preferred terms | Alternate terms | Hidden terms |
---|