Angaben zum Begriff
Bevorzugte Bezeichnung
Typ
-
http://www.eionet.europa.eu/gemet/2004/06/gemet-schema.rdf#Group
-
Sammlung
Gehört zur Gruppe
- gemet:groupCollection (gemet)
Gehört zu Array
Gruppenmitglieder
- carbon leakage (en)
- health risks (en)
- ακτινοπροστασία
- αναγγελία επεισοδίου αιθαλομίχλης
- αναγγελία κινδύνου
- ανάλυση κινδύνου
- ανάλυση κινδύνου (κινδύνων)
- ανάλυση (των συνθηκών) ασφαλείας
- ανάλυση φυσικών κινδύνων
- ανθρωπογενής καταστροφή
- αντιθορυβική προστασία
- αντίληψη του κινδύνου
- αντιμετώπιση της ξηρασίας
- αντιπλημυρική προστασία
- ασφάλεια
- ασφάλεια του αντιδραστήρα
- ασφάλεια (των) αεροπορικών μεταφορών
- ασφάλεια των εγκαταστάσεων
- ατυχήματα
- βιοασφάλεια
- βιομηχανική ασφάλεια
- βιοτεχνολογικός κίνδυνος
- βοήθεια για την αντιμετώπιση έκτακτης ανάγκης
- βοήθεια για την αντιμετώπιση καταστροφής
- γεωλογική καταστροφή
- δασική πυρκαγιά
- διαρροή
- διαχείριση κινδύνων
- διαχείριση (της) κρίσης
- διαχείριση του κινδύνου πλημμυρών
- διεθνής ασφάλεια
- έκθεση σε ακτινοβολία
- έκθεση σε ρύπους
- έκθεση σε (στον) κίνδυνο
- έκρηξη
- εκτίμηση κινδύνου (κινδύνων)
- εκτίμηση της ζημίας (βλάβης)
- έλεγχος πλημυρών
- εξασφάλιση πρώτης ύλης
- επικινδυνότητα των ρύπων
- επιχείρηση καθαρισμού (απομάκρυνσης) έπειτα από
- εργασιακή ασφάλεια
- εργατικό ατύχημα
- ετοιμότητα για την αντιμετώπιση καταστροφής
- ζημία από (οφειλόμενη σε) στρατιωτικές ασκήσεις
- θύμα πολέμου
- κανόνας ασφαλείας
- καταστροφές (θεομηνίες)
- καταστροφή
- καταστροφή από πετρέλαιο
- καταστροφή των καλλιεργειών
- κίνδυνοι
- κίνδυνοι
- κίνδυνος εμφάνισης καρκίνου
- κίνδυνος καταστροφών
- κίνδυνος ναυσιπλοΐας
- κίνδυνος ρύπανσης
- μεγάλο ατύχημα
- μείζων κίνδυνος
- μείωση του (των) κινδύνου (κινδύνων)
- μελέτη ασφαλείας
- μετατροπή του(των) οπλισμού(εξοπλισμών)
- μετεωρολογική καταστροφή
- μέτρο ασφαλείας
- μέτρο (ενέργεια) για τον μετριασμό
- μέτρο παροχής βοήθειας σε περιπτωση έκτακτης ανάγκης
- ναυτικό ατύχημα
- οδική ασφάλεια
- οικολογική καταστροφή
- οπλισμός
- περιβαλλοντική ασφάλεια
- περιβαλλοντικό ατύχημα
- περιβαλλοντικός κίνδυνος
- περιβαλλοντικός κίνδυνος
- περιβαλλοντικός πόλεμος
- περιβαλλοντικός σχεδιασμός έκτακτης ανάγκης
- πετρελαιοκηλίδα
- πηγή ατυχήματος
- πόλεμος
- πολιτική ασφάλεια
- προδιαγραφή πυρασφάλειας
- προληπτική πληροφόρηση
- προληπτικό μέτρο
- πρόληψη (αποφυγή) φυσικών κινδύνων
- πρόληψη καταστροφής(ών)
- πρόληψη κινδύνου
- πρόληψη της ζημίας (βλάβης)
- πρόληψη των δασικών πυρκαγιών
- προστασία από χιονοστιβάδες
- προστασία (προστατευτικό) της ακοής
- προστασία των πολιτών
- προστατευτικό μέτρο
- πυρασφάλεια
- πυρηνική ασφάλεια
- πυρηνική έκρηξη (ατύχημα)
- πυρηνική επικινδυνότητα
- πυρηνικό ατύχημα
- πυρηνικός κίνδυνος
- πυρκαγιά
- πυροπροστασία
- στρατιωτικές δραστηριότητες
- συναγερμός
- σύστημα ασφαλείας
- σύστημα διάσωσης
- σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης
- σύστημα προειδοποίησης
- σύστημα προστασίας
- σχέδιο έκθεσης σε (στον) κίνδυνο
- σχέδιο έκτακτης ανάγκης
- σχέδιο έκτακτης ανάγκης (σε περίπτωση καταστροφής)
- σχέδιο προειδοποίησης
- τεχνολογικό ατύχημα
- τεχνολογικός κίνδυνος
- τήξη του πυρήνα
- τροχαίο ατύχημα
- υδρολογική καταστροφή
- υπηρεσία ελέγχου καταστροφής
- υπολειπόμενος κίνδυνος
- φυσική επικινδυνότητα
- φυσική καταστροφή
- φυσικός κίνδυνος
- χαμηλή πυρκαγιά
- χημική επικινδυνότητα
In anderen Sprachen
-
Arabisch
-
Armenisch
-
Aserbaidschanisch
-
Baskisch
-
Bulgarisch
-
Dänisch
-
Deutsch
-
Englisch
-
Englisch (Vereinigte Staaten)
-
Estnisch
-
Finnisch
-
Französisch
-
Georgisch
-
Irisch
-
Italienisch
-
Katalanisch
-
Kroatisch
-
Lettisch
-
Litauisch
-
Maltesisch
-
Niederländisch
-
Norwegisch
-
Polnisch
-
Portugiesisch
-
Rumänisch
-
Russisch
-
Schwedisch
-
Slowakisch
-
Slowenisch
-
Spanisch
-
Tschechisch
-
Türkisch
-
Ukrainisch
-
Ungarisch