Angaben zum Begriff
Bevorzugte Bezeichnung
Unterbegriffe
- ακουστική στάθμη
- ανάλυση/διακριτική ικανότητα (παράμετρος)
- άνυσμα
- αποδεκτό επίπεδο κινδύνου
- γραμμή
- δείκτης
- διαβρωτική ικανότητα του νερού (των υδάτων)
- δόση
- δυναμικό (ικανότητα) ελαχιστοποίησης των αποβλήτων
- δυναμικό καταστροφής (εξασθένησης) του όζοντος
- ΔΧΠΠ (δοσολογία χωρίς παρατηρούμενες παρενέργειες)
- εικονοστοιχείο (-ψηφίδα/-κύτταρο)
- εκτός χώρου παραγωγής
- ενεργειακό ισοζύγιο
- επίπεδο (βαθμός) αποδοτικότητας (αποτελεσματικότητας)
- επί τόπου
- επιτρεπτό όριο έκθεσης
- εποχιακή διακύμανση
- ευθυγράμμιση
- ημερήσια επιτρεπόμενη δόση
- ηχητική (ακουστική) ποιότητα
- ιδιότητα
- ικανότητα καθαρισμού
- κρίσιμο επίπεδο
- μέγιστη επιτρεπόμενη συγκέντρωση
- μέγιστη συγκέντρωση όχλησης
- μετεωρολογική παράμετρος
- μη αναστρεψιμότητα του φαινομένου
- οδηγία (κατευθυντήρια γραμμή) ελέγχου (δοκιμασίας)
- ολική παράμετρος
- οργανοληπτική ιδιότητα
- οριακή τιμή
- όριο δημόσιας ασφαλείας
- όριο όχλησης (εισροής ρύπων)
- περιβαλλοντικός ποσοτικός στοχος
- πολύγωνο
- ράστερ
- ρυθμός
- σημείο
- συντελεστής βιοσυγκέντρωσης
- σύστημα συντεταγμένων
- σχέση αιτίου-αιτιατού
- τιμή AOX
- τροχιά
- υψόμετρο
- φέρουσα ικανότητα
- χρόνος
- χρόνος υποδιπλασιασμού
- ψύχος
Gehört zur Gruppe
Gehört zu Array
In anderen Sprachen
-
Arabisch
-
Armenisch
-
Aserbaidschanisch
-
Baskisch
-
Bulgarisch
-
Chinesisch (China)
-
Dänisch
-
Deutsch
-
Englisch
-
Englisch (Vereinigte Staaten)
-
Estnisch
-
Finnisch
-
Französisch
-
Georgisch
-
Irisch
-
Isländisch
-
Italienisch
-
Katalanisch
-
Kroatisch
-
Lettisch
-
Litauisch
-
Maltesisch
-
Niederländisch
-
Norwegisch
-
Polnisch
-
Portugiesisch
-
Rumänisch
-
Russisch
-
Schwedisch
-
Slowakisch
-
Slowenisch
-
Spanisch
-
Tschechisch
-
Türkisch
-
Ukrainisch
-
Ungarisch