Angaben zum Begriff

Bevorzugte Bezeichnung

οικολογική ανθεκτικότητα  

Definition

  • ικανότητα ενός οικοσυστήματος ή κοινωνικο-οικοσυστήματος και των συστατικών στοιχείων του να προλαμβάνει, μειώνει, διαχειρίζεται ή ανακάμπτει από τις επιδράσεις ενός επικίνδυνου συμβάντος ή τάσης έγκαιρα και αποτελεσματικά

Gehört zur Gruppe

URI

http://www.eionet.europa.eu/gemet/concept/15129

Herunterladen des Begriffs im SKOS-Format: