Suche im Vokabular

Sprache der Inhalte

Angaben zum Begriff

Bevorzugte Bezeichnung

1267Κυπριακή διάλεκτος  

Synonyme

  • Κυπριακή Ελληνική

Anwendungshinweise

  • Η Κυπριακή διάλεκτος είναι η διάλεκτος της Ελληνικής γλώσσας που ομιλείται από τους Ελληνοκυπρίους στην Κύπρο και στη διασπορά, κυρίως στη Μεγάλη Βρετανία, την Αυστραλία και την Ελλάδα. Σχεδόν ποτέ δεν χρησιμοποιείται ως επίσημος γραπτός λόγος, αλλά είναι η κοινή ομιλουμένη των περισσοτέρων Ελληνοκυπρίων. Είναι επίσης η πρώτη γλώσσα πιο ηλικιωμένων Τουρκοκυπρίων από χωριά όπως η Λουρουτζίνα και από την περιοχή της Τυλληρίας. Οι περισσότεροι ηλικιωμένοι Τουρκοκύπριοι μιλούν την Κυπριακή Διάλεκτο ως δεύτερη γλώσσα. Από διαλεκτολογικής πλευράς η Κυπριακή συγκαταλέγεται στα νότια ιδιώματα της Ελληνικής γλώσσας, καθώς διατηρεί αμετάβλητα τα φωνήεντα των άτονων συλλαβών (εν αντιθέσει προς τα βόρεια ιδιώματα, όπου παρατηρούμε εκτεταμένες στενώσεις και κωφώσεις). Ακόμη ανήκει στη λεγόμενη νησιωτική ζώνη του ίντα, επειδή χρησιμοποιεί την αντωνυμία ίντα (< τι ένι τα) αντί της αντωνυμίας τι στην εισαγωγή ερωτηματικών προτάσεων. Στην ίδια διαλεκτική ζώνη ανήκουν επίσης η Κρητική διάλεκτος, καθώς και τα ιδιώματα των Κυκλάδων και της Δωδεκανήσου.

Quelle

  • Chambers & Trudgill 2011

Mitwirkende/r

  • Κατσιαδάκη Ελένη (ΑΑ)

Ersteller/in

  • Καρασίμος Αθανάσιος (ΑΑ)

Notation

  • 1267

In anderen Sprachen

URI

https://humanitiesthesaurus.academyofathens.gr/dyas-resource/Concept/1267

Herunterladen des Begriffs im SKOS-Format:

RDF/XML TURTLE JSON-LD Geändert am 2020-11-03 Erstellt 2015-01-222015-01-22